προσυλλογίζομαι

προσυλλογίζομαι
ΝΑ
1. χρησιμοποιώ προσυλλογισμό
2. συμπεραίνω με προσυλλογισμό
νεοελλ.
συλλογίζομαι, σκέπτομαι κάτι εκ τών προτέρων («έπρεπε να τό έχει προσυλλογιστεί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσυλλογιζόμεθα — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres ind mp 1st pl προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογίζεσθαι — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογίζεται — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογίζωνται — προσυλλογίζομαι conclude by a prosyllogism pres subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυλλογισμός — ο, ΝΑ [προσυλλογίζομαι] (λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση τού επομένου …   Dictionary of Greek

  • προσυλλογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός nou ανήκει ή αναφέρεται σε προσυλλογισμό 2. αυτός που έχει χαρακτήρα προσυλλογισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυλλογίζομαι / προσυλλογισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”